- αξυλοκόπητος
- -η, -οεκείνος που δεν τον ξυλοκόπησαν, δεν τον έδειραν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξυλοκόπητος — η, ο αυτός που δεν ξυλοκοπήθηκε, δε δάρθηκε: Στο σχολειό αυτό λίγοι έμεναν ως το τέλος της μέρας αξυλοκόπητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδαρτος — η, ο (Α ἄδαρτος, ον) αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος νεοελλ. αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που τό χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν… … Dictionary of Greek
αξύλιστος — η, ο αξυλοκόπητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)